Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Υπακούωντας.




Δεν ξέρω κανέναν που να μην νοιώθει συγκλονισμένος από την σφαγή στην Πόλη του Φωτός. 

Ακούστηκαν πολλά και θα ακουστούν ακόμα περισσότερα.
«Διαπολιτισμικός πόλεμος», «τρομοκρατικό κτύπημα», «επιθέσεις αυτοκτονίας», «απειλή», «φονταμενταλιστές». 

Αλλά σήμερα δεν θέλω να μιλήσω, να γράψω για μίσος, αλλά ούτε και για αγάπη.

Σήμερα θα γράψω για όλους όσους θα ταφούν χωρίς μοιρολόγια, σε ανώνυμους τάφους στα περίχωρα του Παρισιού. 

Σήμερα θα γράψω για τους δράστες αυτής της φρίκης, γιατί…. κάπου εκεί νοιώθω να τους μοιάζω.

Αναγνώστες ενός και μόνου Βιβλίου, γνώστες μιας και μόνης Αλήθειας, υπηρέτες μιας και μόνης Αρχής.

Θυσίασαν την ζωή τους για μια ιδέα, που ήταν και είναι, θεμελιώδης για την κοινωνία στην οποία ζούσαν.
Κάτι που κάνω και εγώ, καθημερινά. 

Πέθαναν, λέει, με το διαβατήριο στην τσέπη, για να ξέρει ο κόσμος, η κοινωνία, η οικογένειά τους, οι σύντροφοί τους ποιοι ήταν. Για να δείξουν πως δεν δείλιασαν, για να αποδείξουν πως εκτέλεσαν το καθήκον τους.

Κανείς μας δεν μπορεί να ξέρει, να φανταστεί, πόσο βαρύ ήταν το όπλο και το τζάκετ που κουβαλούσαν. 

Κανείς μας δεν μπορεί να φανταστεί πως μπορεί ένα χωριατόπαιδο, ένας νεαρός μικροαστός, μια κοπελιά γεμάτη ζωή να κοιτάνε το πλήθος και να πυροβολούν χωρίς δισταγμό. 

Τι άραγε να έχουν φυτέψει στην καρδιά και την ψυχή αυτών των παιδιών;
Μάλλον ότι έχουν και στην δική μου. 

Όπως  εγώ, έτσι και ο τζιχαντιστής οριζόμαστε από Αρχές, ορκιζόμαστε και υπακούμε σε αυτές. 

Αρχές που υπόσχονται γενναιόδωρη ανταμοιβή σε περίπτωση υπακοής και σκληρή τιμωρία για τους ανυπάκουους, τους μη προσαρμόσιμους. 

Εκείνος αιματοκύλησε το Παρίσι, είχε την άδεια, είχε την εντολή.
Εγώ νομιμοποιώ και αποδέχομαι τον εξανδραποδισμό μου. 

Δυο πιόνια, στην ίδια σκακιέρα. 


Φίλοι...